- πυρόσφαιρα
- η(γεωλ.), ο εσωτερικός διάπυρος πυρήνας της Γης, αλλ. κεντρόσφαιρα ή βαρύσφαιρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυρόσφαιρα — η, Ν γεωλ. ονομασία με την οποία περιγραφόταν παλαιότερα ο πυρήνας τής Γης, επειδή θεωρούσαν ότι βρισκόταν σε διάπυρη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrosphere (< πυρ + σφαίρα). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό… … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek